- ευρετηριάζω
- ευρετηρίασα, ευρετηριάστηκα, ευρετηριασμένος, κατατάσσω με αλφαβητική ή άλλη σειρά, φτιάχνω ευρετήριο. Oυσ. ευρετηρίαση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.